παρεικάζ

παρεικάζ
ΜΑ
1. παραβάλλω, συγκρίνω, παραλληλίζω
2. καθιστώ, κάνω όμοιο κάτι με κάτι άλλο («νεφέλην τῇ Ἥρα παρεικάζειν», Σχόλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + εἰκάζω «παρομοιάζω, συγκρίνω, γίνομαι όμοιος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”